(ἄλγημα Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εύληκτος — εὔληκτος, ον (Α) αυτός που τελειώνει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ληκτός (< λήγω) … Dictionary of Greek
εὔληκτον — εὔληκτος soon ceasing masc/fem acc sg εὔληκτος soon ceasing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)